- τσουβαλιά
- ηποσότητα υλικού που χωράει στο τσουβάλι, όσο χωράει ένα τσουβάλι: Μια τσουβαλιά ζάχαρη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσουβαλιά — η, Ν η ποσότητα που χωρεί σε ένα τσουβάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσουβάλι + κατάλ. ιά (πρβλ. κουταλ ιά)] … Dictionary of Greek
Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… … Dictionary of Greek
αλευροσκούληκο — Κολεόπτερο έντομο της οικογένειας των τενεβριδών, που ζει στις σιταποθήκες και στους αλευρόμυλους, όπου τα έντομα αποθέτουν τα αβγά τους μέσα στα τσουβάλια με το αλεύρι και οι προνύμφες τους βρίσκουν έτσι άφθονη τροφή αμέσως μετά την εκκόλαψή… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
τσουβάλι — το, Ν 1. μεγάλος, συνήθως καννάβινος, σάκος, σακί 2. συνεκδ. το περιεχόμενο τού τσουβαλιού, η ποσότητα που μπορεί να χωρέσει σε ένα σακί («πήρα τρία τσουβάλια αλεύρι») 3. φρ. «τόν έβαλαν στο τσουβάλι» τόν εξαπάτησαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cuval] … Dictionary of Greek
Κάλυμνος — I Νησί (111,14 τ. χλμ., 16.441 κάτ.) του δωδεκανησιακού συμπλέγματος, Β της Κω και Ν της Λέρου, της οποίας αποτελεί συνέχεια· τα νησάκια που βρίσκονται μεταξύ τους (Βελόνα, Γλαρονήσι, Διαπόρι) είναι τα υπολείμματα της ξηράς που καταβυθίστηκε. Το… … Dictionary of Greek
κοψομεσιάζω — κοψομέσιασα, κοψομεσιάστηκα, κοψομεσιασμένος 1. καταπονώ τη μέση κάποιου υποβάλλοντάς τον σε μεγάλο κόπο: Κοψομεσιάστηκα να κουβαλώ τσουβάλια. 2. χτυπώντας κάποιον του προκαλώ μεγάλο πόνο στη μέση: Την κοψομέσιασε στο ξύλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)